- χουζουρευω
- Ν [χουζούρι]αναπαύομαι, τεμπελιάζω, ιδίως στο κρεβάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χουζουρεύω — χουζουρεύω, χουζούρεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χουζουρεύω — χουζούρεψα, αναπαύομαι, τεμπελιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χουζούρεμα — το, Ν [χουζουρεύω] χουζούρι … Dictionary of Greek
ραχατεύω — ραχάτεψα, αναπαύομαι, χουζουρεύω: Λίγοδούλευε και πολύ ραχάτευε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)